ζωηράδα

ζωηράδα
η
1. ζωτικότητα, ορμητικότητα, σφρίγος, δυναμικότητα: Το βλέμμα του φανερώνει ζωηράδα.
2. μτφ., αποχαλίνωση, παρεκτροπή, ερωτισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωηράδα — η η ζωηρότητα …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ζωηρότητα — ζωηρότητα, η και ζωηράδα, η το να είναι κάποιος ζωηρός: Θέλω ζωηράδα στη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγχύμωση — η (AM ἐγχύμωσις) νεοελλ. (ειδ.) το απότομο χύσιμο αίματος έξω από τα αγγεία τού δέρματος εξαιτίας ισχυρής συγκινήσεως (αρχ. μσν.) διανομή τών χυμών σε όλο το σώμα, σφρίγος, ζωηράδα …   Dictionary of Greek

  • ζωηρότητα — και ζωηράδα, η [ζωηρός] η ιδιότητα τού ζωηρού, ζωτικότητα, δυναμικότητα, δραστηριότητα, σφρίγος, ένταση 2. μτφ. αποχαλίνωση, εκτροπή, παρεκτροπή, ερωτοπάθεια …   Dictionary of Greek

  • σερπετάδα — η, Ν [σερπετός] 1. ζωηράδα, ευκινησία 2. ευφυΐα, ευστροφία 3. πανουργία …   Dictionary of Greek

  • ανιμάτο — (animato). Μουσικός όρος που συνοδεύει πολλές φορές τον όρο αλέγκρο (γρήγορα) και σημαίνει τη ζωηράδα που οφείλει να έχει ο ρυθμός. Λέγεται και κον άνιμα (con anima) …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ντα Πόντε, Λορέντσο — (Lorenzo Da Ponte, Τσενέντα 1749 – Νέα Υόρκη 1838). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού λιμπρετίστα Εμανουέλε Κονελιάνο (Emanuele Conegliano). Γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια αλλά βαφτίστηκε από τον επίσκοπο Λορέντσο Ντα Πόντε (από τον οποίο πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Ντικά, Πολ — (Paul Dukas, Παρίσι 1865 – 1935). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού με δάσκαλο τον Ερνέστ Γκιρό. Το 1888 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο αντίστιξης και φούγκας και με το δεύτερο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του Velleda. Πνεύμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”